Το ζεϊμπέκικο... εδώ... για να χαρούμε... !!
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
Δημήτρη μου Δημήτρη μου
με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το ζεϊμπέκικο ή ζεϊμπέκικος, είναι παραδοσιακός ελληνικός χορός με αρχαιοελληνικές ρίζες και σύμφωνα με θεωρίες πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο Ελληνικό - Θρακικό χορό που τον μετέφεραν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι- Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας.Η λέξη προέρχεται από τους Ζεϊμπέκους ή αλλιώς Ζεϊμπέκηδες, τον Ελληνικό Πληθυσμό του Aϊδινίου της Mικράς Aσίας, και σύμφωνα με τη λαϊκή ετυμολογία και επικρατέστερη λαογραφική άποψη η λέξη προέρχεται από το Ζει, παραλλαγή του Ζεύς, και το βεκός που σημαίνει ψωμί, κατά τον Ηρόδοτο, δηλαδή τον αρχαίο λαό που κατά τους αρχαίους χρόνους υμνούσε το Δία και χορεύοντας, προσευχόταν για γήινη γονιμότητα και ψωμί και συμβολίζει την ένωση του πνεύματος με το σώμα που γίνεται προς τιμήν των θεών του Ολύμπου.
Ο ζεϊμπέκικος ως αρχαίος πολεμικός χορός είναι κυρίως αντρικός γι αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως "χορός του αετού". Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/4+2/4+2/4+3/4 ή 4/4+2/4+3/4. Ο χαρακτήρας του χορού, εκπέμπει συναισθήματα μοναξιάς, θλίψης, νοσταλγίας, ψυχικού βασανισμού και μελαγχολίας, ενώ ο χορευτής κοιτάζει αγέλαστος τη γη.
Έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης για το ζεϊμπέκικο
Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες που μπαρκάρανε στη Σμύρνη,
στο πλοίο που με πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινα να δω τα
μωσαϊκά στην Αγία Σοφία, που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει ο
Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ.
Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8. (…)
Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα, άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής: Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…
Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο , τον Κόντογλου και άλλοτε με τον Τζούλιο Καΐμη. Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου. Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς που τους ενδιέφερε. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση, και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο.
Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη. Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή. (…) Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο το μεγάλο καβγά για παραγγελιές και άλλες ασήμαντες αφορμές. (…)
Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος.
(από τον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Καστανιώτης 1989)
Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8. (…)
Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα, άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής: Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…
Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο , τον Κόντογλου και άλλοτε με τον Τζούλιο Καΐμη. Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου. Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς που τους ενδιέφερε. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση, και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο.
Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη. Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή. (…) Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο το μεγάλο καβγά για παραγγελιές και άλλες ασήμαντες αφορμές. (…)
Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος.
(από τον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Καστανιώτης 1989)
Ζειμπέκικο
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα είναι ιερατικός
χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το
γνωρίζει και να το σέβεται.Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη
και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν
επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον
οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου.από εδώ:http://forum.math.uoa.gr/viewtopic.php?f=64&t=147
Διονύσης Χαριτόπουλος.
ΤΑ ΝΕΑ , 14/09/2002 , Σελ.: P35
Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε.
Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει. Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης)
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.
Είναι χορός μοναχικός.
Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι' αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός.
Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι' αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί.
Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ' άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά.
(Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός (---).)
Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι' αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.
Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν' ανοίξει η γη να μπει».
Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει.
Πότε μ' ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι (---) καλύτερα να λείπουν.
Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται.
Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει.
Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες.
Μπορεί και να γίνει έτσι.
Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
-------------------------------------------------------
* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».
2 σχόλια:
Τέλεια και άρτια ανάρτηση για το Ζειμπέκικο . Με μουσικές και καλλιτέχνες που άφησαν το στίγμα τους πάνω σ΄αυτό τον Αιώνιο χορό .
Ζηνα μου.. χαίρομαι που σου άρεσε.. πολύ ωραίος χορός!
Δημοσίευση σχολίου