O Βυσσινόκηπος του Γιώργου Παππά
από Γιώργος Ζεβελάκης
Ο δημοφιλής ηθοποιός που ήταν και γεωπόνος
Κατέχει περίοπτη θέση στον κατάλογο των γεωπόνων που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις τέχνες. Η λάμψη του ως ηθοποιού, κορυφαίου ζεν πρεμιέ για σαράντα χρόνια, επισκίασε την άλλη του δραστηριότητα: τις γεωπονικές του σπουδές και την εργασία του στη Γεωργική Υπηρεσία τη δεκαετία του 1920. Για μένα ο Γιώργος Παππάς που, όταν σπούδαζα, με είχε συγκινήσει στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του στον κινηματογράφο, ήταν ο πρώτος άνθρωπος της τέχνης που έμαθα ότι είχε γεωπονική προέλευση, γι’ αυτό και αισθάνθηκα κάποια συγγένεια ενδιαφερόντων.
Οι ακριβείς πληροφορίες του περάσματός του από το γεωπονικό επάγγελμα καταγράφηκαν σε νεκρολογία του Πασχάλη Τσαμπούση στην Ελευθερία (6/5/1958). Το δημοσίευμα εκείνο δεν φωτίζει μόνο το ξεκίνημά του αλλά αποτελεί και ένα ιστορικό τεκμήριο τού πώς λειτουργούσε η Γεωπονική Σχολή τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και πώς γίνονταν οι προσλήψεις γεωπόνων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επίσημα στοιχεία από το «Αρχείο Προσωπικού» του υπουργείου Γεωργίας, ο Γιώργος Παππάς, γεννηθείς εν Αθήναις την 6ην Ιανουαρίου 1903, ήταν διπλωματούχος γεωπόνος, απόφοιτος της Ελβετικής Γεωργικής Σχολής του Φράιμπουργκ και της Γαλλικής Γαλακτοκομικής Σχολής Μάμιλλ. Προσλήφθηκε στο Δημόσιο κατόπιν διαγωνισμού εξετασθείς επί των θεμάτων: «Παράγοντες επιδρώντες επί της παραγωγής γάλακτος, κατά ποσόν και ποιόν» και «Ποίος ο τρόπος παρασκευής τυρού κασέρι». Τα μέλη της επιτροπής ήταν οι: Παλιατσέας, Κουτσομητόπουλος, Πασιόκας, Παπανδρέου και Δημακόπουλος, καθηγητές της Γεωπονικής με σημαντικό εκπαιδευτικό έργο και μεγάλη συμβολή στη γεωργική ανάπτυξη της χώρας, πριν και μετά τον Πόλεμο.
Ως δόκιμος νομογεωπόνος υπηρέτησε στη Βυτίνα (1924) και δίδαξε γαλακτοκομία στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή Λαρίσης (1925). Στην Αβερώφειο γνώρισε και συνδέθηκε με τον συνταγματάρχη του Κοζάκικου Ιππικού, Νταβίντωφ, κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος Συνταγματάρχης Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση.
Ο Γιώργος Παππάς «είχε όπως όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί», έγραψε ο Άλκης Θρύλος, «την ικανότητα να ζωντανεύει τα ποικίλα πρόσωπα που παραλάμβανε από τους συγγραφείς ολοκληρώνοντας και στρογγυλαίνοντας με τον δικό του τρόπο, προσθέτοντας και χαρίζοντας σ’ αυτά μόρια από τη δική του ιδιοσυγκρασία». Εκτός από τους ρόλους που ενσάρκωσε στο θέατρο, εξέφρασε πολλές φορές τις απόψεις του για την υποκριτική τέχνη με επάρκεια και βάθος και προπαντός μέσα από την προσωπική του ματιά. Ξεχωρίζει η διάλεξη που έδωσε τον Απρίλιο 1944 με θέμα «Είναι καλλιτέχνης ο ηθοποιός;» και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στη θεατρική επιθεώρηση Το Θέατρο. Αποσπώ την αναφορά του στο θεατή: «Ο θεατής, ο καλός θεατής, ενοχλείται από τα υπερβολικά εφέ. Δεν του αρέσει να μπερδεύει όλες τις αισθήσεις του μαζί. Έρχεται ν’ ακούσει. Πιστεύει στο λόγο κι όχι στο σκηνικό. Πιστεύει πως οι μεγάλες ψυχικές διαμάχες δεν κανονίζονται με φωτοσκιάσεις αλλά με διάλογο. Η ψυχή ανοίγεται όπως το χρηματοκιβώτιο με μυστική λέξη. Δεν μπορείς να της κάνεις διάρρηξη με οξυγόνο» (Το Θέατρο, αρ. 2, 2 Μαΐου 1944).
Δεν εγκατέλειψε εντελώς την πρώτη του αγάπη. Eίχε την επιθυμία να αγοράσει ένα κτήμα μακριά από την Αθήνα και να το καλλιεργεί. Ήθελε να αποκτήσει τον δικό του Βυσσινόκηπο, αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε πρόωρα στα πενήντα πέντε του χρόνια.
***
Παραθέτω το ποίημα της Μυρτιώτισσας, μητέρας του ηθοποιού, που το έγραψε με αφορμή τον «ξενιτεμό» του στην Ελβετία. Μυρτιώτισσα
ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ
Ω! γιε μου εσύ, μοναχογιέ, που ίσαμε χτες ακόμα
μού εζέσταινες τα γόνατα με το μικρό σου σώμα!
Τώρα μού ανοίγεις τα φτερά και φεύγεις μακρυά μου
κι αφήνεις το σπιτάκι μας, κι αφήνεις τα φιλιά μου.
Τι γρήγορα μεγάλωσες! και πώς να το πιστέψω,
πώς ήρθε κιόλας ο καιρός για να σε ξενητέψω,
εσέ, που λίγο να στραφεί στα πίσω ο λογισμός μου
σε βρίσκω να γοργοπερνάς αδιάκοπα από μπρος μου,
με το αναμμένο, απ’ το τρεχιό, γλυκό σου προσωπάκι
και το κοντούλι, ναυτικό, λινό φορεματάκι!
Και τώρ’ ακόμα ψάχνοντας με δακρυσμένα μάτια
της παιδικής ζωούλας σου ξεθάβω τα κομμάτια.
Και βρίσκω βόλους με χαρτιά μαζύ και τα βιβλία,
και βρίσκω από το χέρι σου ζωγραφισμένα πλοία,
τα πλοία που ελαχτάριζες μακρυά για να σε φέρουν
στις χώρες που είναι όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νέα καρδιά, που όλο ποθεί και θέλει
να ιδεί, να εγγίξει, να γευτεί, της γης όλο το μέλι!
Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σού ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου, και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου ο καημός, κ’ είναι πικρή η ψυχή μου…
ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ την πνοή μου,
μονάχα εσύ, φωτίζοντας βαθειά τη σκοτεινιά μου
το νεκρωμένο εξύπναγες παλμό μες στην καρδιά μου!
Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη, και μόνη
βλέπω τη νύχτα νάρχεται βαρειά και να με ζώνει…
Από τη συλλογή Κίτρινες Φλόγες, Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1925
...........................
Γιώργος Ζεβελάκης Ερευνητής της λογοτεχνίας. Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, διατηρεί σημαντικό αρχείο το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί στην έρευνα πολλών εργασιών στο χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας.
ΠΗΓΗ: https://booksjournal.gr/stiles/symptoseis/4543-o-vyssinokipos-tou-giorgou-pappa?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTAAAR1rVhbs_8YHodhCE80eunggEzHfdM1j-cfr44NeGoAlj0xpEixtBZUsoCE_aem_gULWilP_RhaA0t_v5Pk_sQ
Lamprini T.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου